- σελία
- ἡ, Α [σέλ(λ)α]σέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κανταβρικά ή Καντάβρια Όρη — (Cordillera Cantabrica). Οροσειρά (2.678 μ.) στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, που εκτείνεται περίπου 420 χλμ. με κατεύθυνση από τα Δ προς τα Α. Η ονομασία του προέρχεται από τους Καντάβριους, τους αρχαίους κατοίκους της περιοχής. Το… … Dictionary of Greek
Κολούμπια — I (Columbia). Πόλη (116.278 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ και πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Καρολίνα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Κογκαρί και θεωρείται αξιόλογο κέντρο ναυσιπλοΐας, καθώς επίσης σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος. Στην Κ. λειτουργούν… … Dictionary of Greek
Πλεμενιανά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων, όπου βρίσκονται άλλοι πέντε οικισμοί, ο Δρυς (υψόμ. 380 μ.), οι Κοπετοί (υψόμ. 340 μ.), τα Γρηγοριανά (υψόμ. 370 μ.), το Δεσποτικό, τα Μουζιανά, τα Σέλια και τα… … Dictionary of Greek